Μπορεί ένα κτίριο που χρονολογείται από το 1930 να γίνει ένα σύγχρονο σπίτι; Το οποίο μάλιστα να ανταποκρίνεται 100% στις σύνθετες και πολυδιάστατες ανάγκες της ζωής στην πόλη; Αυτό ήταν το -καθόλου απλό- ζητούμενο στην περίπτωση του συγκεκριμένου διαμερίσματος στο κέντρο της Αθήνας.
Το σπίτι βρίσκεται στον 3ο και 4ο όροφο ενός κτιρίου με έντονη τη σφραγίδα της επιρροής του κινήματος Bauhaus. Μάλιστα η επιρροή αυτή ήταν που σε πολλές περιπτώσεις έγινε αφετηρία και σημείο αναφοράς για τον Θοδωρή Ζουμπουλάκη. Δημιούργησε ένα λειτουργικό και σημερινό σπίτι, ακολουθώντας τις αξίες και τους κανόνες της βιωσιμότητας. Γι αυτό άλλωστε, η επιλογή των υλικών και των φινιρισμάτων έγινε με κριτήριο τη διατήρηση της αισθητικής συνέπειας με το αυστηρό και λιτό ύφος του κτιρίου.
Η σημαντικότερη επέμβαση στο εξωτερικό είναι η προσθήκη της ιδιαίτερης μεταλλικής στέγης. Στην επιφάνεια της τοποθετήθηκαν στη συνέχεια τα ηλιακά πετάσματα που επιτυγχάνουν την ενεργειακή αναβάθμιση της κατοικίας. Σε αυτό το πλαίσιο δημιουργήθηκαν επιπλέον φυτεμένα δώματα ώστε να ενταχθεί το πράσινο στη μέγιστη δυνατή επιφάνεια. Η έντονα γεωμετρική, γλυπτική θα μπορούσε να πει κανείς, μορφή της στέγης έχει έναν χαρακτήρα σύγχρονης αρχιτεκτονικής παρέμβασης. Με τον τρόπο αυτό το έργο εντάσσεται ακόμα καλύτερα στο αστικό τοπίο που το περιβάλλει. Εντυπωσιακές οι πτυχώσεις της στέγης οι οποίες εκφράζουν την προσπάθεια να προσαρμοστεί στις διάφορες κλίσεις του ήλιου κατά τη διάρκεια της ημέρας. Στόχος είναι να επιτευχθεί η μέγιστη απορρόφηση ενέργειας από τα φωτοβολταϊκά.
Οι συγκεκριμένες πτυχώσεις της στέγης γίνονται αντιληπτές και στο εσωτερικό του κτιρίου, όπου δημιουργούν μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα οροφή. Η πέτρα που χρησιμοποιήθηκε για όλα τα δάπεδα των βεραντών συνεχίζει και στο μεγαλύτερο μέρος των εσωτερικών δαπέδων. Έτσι ενοποιούνται οι εξωτερικοί με τους εσωτερικούς χώρους και διευκολύνεται η μετάβαση μεταξύ τους. “Η δημιουργία ενός όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερου ενεργειακού κτιρίου ήταν πρόκληση για τη μελετητική και κατασκευαστική ομάδα αλλά και για τον ιδιοκτήτη” καταλήγει ο Θοδωρής Ζουμπουλάκης.